πυρρολιδόνη

πυρρολιδόνη
η, Ν
χημ. ονομασία τής λακτάμης τού γ-αμινοβουτυρικού οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrrolidone < pyrrolidine (βλ. λ. πυρρολιδίνη) + κατάλ. -one].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυβινυλοπυρρολιδόνη — η, Ν (χημ. τεχνολ.) συνθετικό, γνωστό με την βραχυγραφία PVP, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή υλικών επικαλύψεων, συγκολλητικών ουσιών κ.ά. εφαρμογές. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. polyvinylpyrrolidone < poly (< πο λυ *)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”